- συφεός
- και επικ. τ. συφειός, ὁ, Αχοιροστάσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συ-φ-εός έχει σχηματιστεί < σῦς «χοίρος, κάπρος» + επίθημα -εός (πρβλ. θηρ-εός, κολ-εός). Δυσερμήνευτο, ωστόσο, παραμένει το -φ- τού τ. Αν δεχθούμε ότι η λ. εμφανίζει επίθημα -φεός, προκύπτουν μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω τού ότι ο σχηματισμός του από το επίθημα -φος, που απαντά συνήθως σε ον. ζώων (πρβλ. έλα-φος) δεν θεωρείται πιθανός. Αντίθετα, πιο ικανοποιητική φαίνεται η άποψη ότι πρόκειται για συνθ. τ. < σῦς + -φεός (< *-φεF-ός, από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας *bhew- τού ρ. φύω / φύομαι*). Κατ' άλλους, το β' συνθετικό τού τ. συνδέεται με το λατ. fovea «βόθρος, όρυγμα». Τέλος, ο επικ. τ. συφειός οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.